μπουρού

μπουρού
η
1. σάλπιγγα
2. το όστρακο τού μαλακίου βουκίνου που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς ως τηλεβόας
3. σειρήνα εργοστασίου ή πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boru].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • μπουρουζάνης — και μπουραζάνης, ο [μπουρού] σαλπιγκτής τού τουρκικού στρατού …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • Μολούκες — (ινδονησιακά Μαλόκου, ολλανδ. Molukken). Αρχιπέλαγος (85.728 τ. χλμ., 1.856.075 κάτ. το 1990) του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ Κελέβης, Νέας Γουινέας και Τιμόρ. Ανήκει στην Ινδονησία, της οποίας αποτελεί την ομώνυμη επαρχία· πρωτεύουσα είναι η Άμπον …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα μαρίνα — η (λ. ιταλ.) 1. τηλεβόας. 2. μεγάλο κοχύλι για μετάδοση ηχητικών σημάτων από τα ιστιοφόρα σε καιρό ομίχλης, μπουρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”